μακρολόγος
Смотреть что такое "μακρολόγος" в других словарях:
μακρολόγος — speaking at length masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολόγος — ο (Α μακρολόγος, ον) 1. αυτός που μιλά διεξοδικά, με πολυλογία, με μακρηγορία 2. απεραντολόγος, πολυλογάς. επίρρ... μακρολόγως (Α) 1. λεπτομερώς, διεξοδικά 2. με πολυλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + λόγος*] … Dictionary of Greek
μακρολογώτερον — μακρολόγος speaking at length masc acc comp sg μακρολόγος speaking at length neut nom/voc/acc comp sg μακρολόγος speaking at length adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολογώτατον — μακρολόγος speaking at length masc acc superl sg μακρολόγος speaking at length neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολόγον — μακρολόγος speaking at length masc/fem acc sg μακρολόγος speaking at length neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολογώτεροι — μακρολόγος speaking at length masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολογώτερος — μακρολόγος speaking at length masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολόγοι — μακρολόγος speaking at length masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολόγοις — μακρολόγος speaking at length masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρολόγους — μακρολόγος speaking at length masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek